- υδρομασάζ
- το, Νάκλ. μάλαξη μερών του σώματος με τη χρήση νερού υπό πίεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydromassage (<υδρ[ο]-* + γαλλ. massage [βλ. λ. μασάζ])].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek